αποφασίζω

αποφασίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος
1. παίρνω απόφαση, φτάνω σε τελική κρίση για το τι θα κάνω: Αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι που κληρονόμησε.
2. «αποφασίζω κάποιον», αποκλείω κάθε ελπίδα σωτηρίας κάποιου, τον καταδικάζω: Οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει τον άρρωστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποφασίζω — αποφασίζω, αποφάσισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφασίζω — (Μ ἀποφασίζω) [απόφαση, ( ις)] Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι 2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση 3. κρίνω κάποιον ή κάτι 4. πείθω 5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, η, ο 1. αυτός που προτίθεται να… …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …   Dictionary of Greek

  • αποδιαιτώ — ἀποδιαιτῶ ( άω) (Α) 1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής 2. αποφασίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διαιτώ ( άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

  • διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • καταβουλεύομαι — (Μ) συσκέπτομαι, αποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βουλεύομαι «αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”